χαρακτηρίζω

χαρακτηρίζω
χαρακτηρ-ίζω, [tense] fut.
A

-ίσω Phld.D.3.14

: [tense] pf. κεχαρακτήρικα Aristeas 153:—engrave, inscribe, Manethoap.Syncell.1p.72D. ([voice] Pass.); form, stamp,

τὸ κηρύκειον ἐκ τοῦ Βαβυλωνίου χρυσοῦ -ίζεσθαι πέφυκεν Aristaenet.2.1

: metaph., ἐκ θεῶν-ίζεσθαι to be made in the image of gods, Men.Prot.p.16D.
2 designate by a characteristic mark, characterize, Ph.1.151, Gal.8.188, Plot.1.8.3, Sch.E.Hec.379;

μειζόνως χ. τὸν Δία Max.Tyr.17.3

: abs.,

περί τινων Hermog.Id.2.10

:—[voice] Pass., to be characterized, Phld.Herc.1457.11;

χ. κατὰ διαφοράν Stoic.2.132

, cf. Iamb.Comm.Math.4.
3 emphasize, c. acc. et inf., Aristeas l. c.; indicate, expound, τι Phld.D.3.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαρακτηρίζω — engrave pres subj act 1st sg χαρακτηρίζω engrave pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηρίζω — χαρακτηρίζω, χαρακτήρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαρακτηρίζω — ΝΜΑ [χαρακτήρ, ῆρος] προσδιορίζω τη βασική, ουσιώδη ιδιότητα ενός προσώπου ή πράγματος, η οποία αποτελεί και το διακριτικό του γνώρισμα έναντι τών άλλων (α. «αυτό που τόν χαρακτηρίζει είναι η ειλικρίνεια» β. «μάλιστα δὲ χαρακτηρίζει τὸν… …   Dictionary of Greek

  • χαρακτηρίζω — χαρακτήρισα, χαρακτηρίστηκα, χαρακτηρισμένος 1. αποδίδω σ’ ένα πρόσωπο ή πράγμα το χαρακτηριστικό του γνώρισμα: Τον χαρακτηρίζει μεγάλη δειλία. 2. τοποθετώ κάποιον ή κάτι σε κάποια κατηγορία: Η πράξη σου αυτή χαρακτηρίστηκε ως πλημμέλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρακτηρίσει — χαρακτηρίζω engrave aor subj act 3rd sg (epic) χαρακτηρίζω engrave fut ind mid 2nd sg χαρακτηρίζω engrave fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηρίσουσι — χαρακτηρίζω engrave aor subj act 3rd pl (epic) χαρακτηρίζω engrave fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χαρακτηρίζω engrave fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηρίσω — χαρακτηρίζω engrave aor subj act 1st sg χαρακτηρίζω engrave fut ind act 1st sg χαρακτηρίζω engrave aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηρίσῃ — χαρακτηρίζω engrave aor subj mid 2nd sg χαρακτηρίζω engrave aor subj act 3rd sg χαρακτηρίζω engrave fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχαρακτηρισμένον — χαρακτηρίζω engrave perf part mp masc acc sg χαρακτηρίζω engrave perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχαρακτηρισμένων — χαρακτηρίζω engrave perf part mp fem gen pl χαρακτηρίζω engrave perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχαρακτήρικε — χαρακτηρίζω engrave perf imperat act 2nd sg χαρακτηρίζω engrave perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”